συνηγορία

συνηγορία
η
1) юр. защитительная речь; 2) перен. заступничество

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συνηγορία" в других словарях:

  • συνηγορία — συνηγορίᾱ , συνηγορία advocacy of fem nom/voc/acc dual συνηγορίᾱ , συνηγορία advocacy of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίᾳ — συνηγορίαι , συνηγορία advocacy of fem nom/voc pl συνηγορίᾱͅ , συνηγορία advocacy of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορία — η 1. υποστήριξη με λόγους: Δε χρειάζεται τη συνηγορία κανενός. 2. υπεράσπιση στο δικαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνηγορία — η, ΝΑ [συνήγορος] το έργο τού συνηγόρου, αγόρευση στο δικαστήριο για την υπεράσπιση διαδίκου νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάθε λόγος ή πράξη που λέγεται ή γίνεται προκειμένου να υποστηριχθεί μία άποψη ή ένα άτομο αρχ. 1. (ιδίως) υπεράσπιση τών… …   Dictionary of Greek

  • συνηγορίας — συνηγορίᾱς , συνηγορία advocacy of fem acc pl συνηγορίᾱς , συνηγορία advocacy of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίαι — συνηγορία advocacy of fem nom/voc pl συνηγορίᾱͅ , συνηγορία advocacy of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίαν — συνηγορίᾱν , συνηγορία advocacy of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγοριῶν — συνηγορία advocacy of fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίαις — συνηγορία advocacy of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίης — συνηγορία advocacy of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικός — ή, ό / συνηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνήγορος / συνηγορία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνήγορο ή στη συνηγορία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηγορικόν ο μισθός τού συνηγόρου, ιδίως τού δημοσίου, καθώς μόνον αυτός επιτρεπόταν να πληρώνεται. επίρρ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»